- ζαθέοις
- ζάθεοςvery divine: masc /neut dat plζάθεοςvery divine: masc /fem /neut dat pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ζαθέοις — ζάθεος very divine masc/neut dat pl ζάθεος very divine masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικοσμώ — ἐπικοσμῶ, έω (Α) 1. διακοσμώ επί πλέον ή κατόπιν («τά τείχεά τε ἐπεκόσμησαν καὶ τὰ ἱρά», Ηρόδ.) 2. γεν. στολίζω, ευτρεπίζω, διακοσμώ 3. (με δοτ.) στολίζω με κάτι («[κέρκον] ἐπεκόσμηκεν ἡ φύσις θριξί», Αριστοτ.) 4. πανηγυρίζω, τιμώ («Δήμητραν θεὰν … Dictionary of Greek